επικυρωτικός

επικυρωτικός
η , ό[ν]
1) утверждающий, узаконивающий; ратифицирующий; санкционирующий; 2) подтверждающий; одобряющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επικυρωτικός" в других словарях:

  • επικυρωτικός — ή, ό [επικύρωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη») 2. αυτός που είναι υπέρ τής επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία») …   Dictionary of Greek

  • επικυρωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που με αυτόν επικυρώνεται κάτι: Επικυρωτικό έγγραφο. 2. που επικυρώνει, που είναι υπέρ της επικύρωσης: Ψήφοι επικυρωτικοί της απόφασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επισφραγιστικός — ή, ό (Μ ἐπισφραγιστικός, ή, όν) [επισφραγιστής] νεοελλ. αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός μσν. αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση. επίρρ... επισφραγιστικώς και ά με τρόπο που επιβεβαιώνει, που… …   Dictionary of Greek

  • κυρωτικός — ή, ό (Α κυρωτικός, ή, όν) [κυρώ] αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός («κυρωτικός νόμος») …   Dictionary of Greek

  • προσκυρωτικός — ή, ό / προσκυρωτικός, ή, όν, ΝΜ [προσκυρῶ] αυτός που χρησιμεύει για προσκύρωση, ο επικυρωτικός …   Dictionary of Greek

  • κυρωτικός — ή, ό επικυρωτικός, επιβεβαιωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»